- θυμβρίτης
- θυμβρίτης [ῑ] οἶνος, ὁ, wineA flavoured with savory, Dsc.5.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμβρίτης — flavoured with savory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμδρίτης — θυμβρίτης, ὁ (Α) [θύμβρα] (για οίνο) αυτός στου οποίου την παρασκευή χρησιμοποιείται θύμβρα* … Dictionary of Greek
θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… … Dictionary of Greek